- θέρμανσις
- θέρμαν-σις, εως, ἡ,A heating, Arist.Metaph.1067b12, Gal.1.253, f.l. in Hp.Liqu.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θέρμανσις — heating fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμάνσει — θέρμανσις heating fem nom/voc/acc dual (attic epic) θερμάνσεϊ , θέρμανσις heating fem dat sg (epic) θέρμανσις heating fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμάνσεις — θέρμανσις heating fem nom/voc pl (attic epic) θέρμανσις heating fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμάνσεσι — θέρμανσις heating fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμάνσεσιν — θέρμανσις heating fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμανσιν — θέρμανσις heating fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
θερμάνσεως — θερμάνσεω̆ς , θέρμανσις heating fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)